απολνώ
Смотреть что такое "απολνώ" в других словарях:
απολύω — κ. απολάω, αμπολάω, απολνώ, αμολάω (AM ἀπολύω) 1. παύω κάποιον από την εργασία ή την υπηρεσία του 2. αφήνω ελεύθερο από την υπηρεσία στον στρατό 3. διαλύω, διατάζω να διαλυθεί (στράτευμα) νεοελλ. 1. αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω 2. φρ. «απολάω… … Dictionary of Greek
απολύω — όλυσα, ολύθηκα, ολυμένος 1. λύνω κάποιον από τη στρατιωτική του υποχρέωση, κρίνω μαθητή της τελευταίας τάξης σχολείου ότι τελείωσε με επιτυχία τις σπουδές του: Απολύθηκαν οι κληρωτοί της κλάσης 1995. 2. παύω υπάλληλο, εργάτη κτλ.: Απολύθηκαν ως… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)